- γαλαζοαίματος
- -η, -οειρων. εκείνος που έχει γαλάζιο αίμα στις φλέβες του, μέλος βασιλικού ή αριστοκρατικού οίκου.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλάζιος + αίμα (-ατος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γαλαζοαίματος — η, ο ο ευγενής, ο ευπατρίδης, ο αριστοκράτης: Στην τελετή προσκάλεσαν μόνο γαλαζοαίματους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαθέ — και μαθές επίρρ. 1. βέβαια, πράγματι. 2. τάχα: Λέει μαθές ότι είναι γαλαζοαίματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)